- υδρίτης
- ο хим. гидрат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρίτης — ο, Ν χημ. χημική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα μόρια νερού τα οποία μπορούν να απομακρυνθούν χωρίς να μεταβληθεί ο χημικός χαρακτήρας της («υδρίτης τής χλωράλης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. hydrate (< υδρ[ο] *) + κατάλ. ate… … Dictionary of Greek
αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
μεσοξαλικός — ή, ό φρ. «μεσοξαλικό οξύ» χημ. δικαρβονικό οξύ, υδρίτης τού προπανον διοϊκού οξέος, που είναι λευκό στερεό σώμα, γνωστό και ως διυδροξυμηλονικό οξύ, και παράγεται κατά τη διάσπαση τού ουρικού οξέος … Dictionary of Greek
μεσοξαλικό οξύ — Διβασικό κενοτοξύ, με χημικό τύπο C(OH)2(COOH)2 ή CO(COOH)2 + H2O (υδρίτης του μ.ο.) μορφή με την οποία είναι κυρίως γνωστό το μ.ο. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, το οποίο σχηματίζει υδροσκοπικούς πρισματικούς κρυστάλλους και έχει σημείο τήξης… … Dictionary of Greek